- δημοκοπία
- η демагогические приёмы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δημοκοπία — δημοκοπίᾱ , δημοκοπία courting the mob fem nom/voc/acc dual δημοκοπίᾱ , δημοκοπία courting the mob fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκοπίᾳ — δημοκοπίᾱͅ , δημοκοπία courting the mob fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκοπία — η (Α δημοκοπία) [δημοκόπος] η δημαγωγία νεοελλ. πληθ. δημοκοπίες οι δημαγωγικοί τρόποι ή λόγοι … Dictionary of Greek
δημοκοπία — η η ενέργεια του να είναι κανείς δημοκόπος, η δημαγωγία: Υπάρχουν στιγμές που ένας βουλευτής καταφεύγει αναπόφευκτα στη δημοκοπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημοκοπίας — δημοκοπίᾱς , δημοκοπία courting the mob fem acc pl δημοκοπίᾱς , δημοκοπία courting the mob fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκοπίαι — δημοκοπίᾱͅ , δημοκοπία courting the mob fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκοπίαν — δημοκοπίᾱν , δημοκοπία courting the mob fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκοπίαις — δημοκοπία courting the mob fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημοκοπικός — ή, ό (Α δημοκοπικός, ή, όν) [δημοκόπος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε δημοκόπο 2. (για πρόσ.) ο ικανός για δημοκοπία, ο έμπειρος δημαγωγός … Dictionary of Greek
καταδημοκοπώ — καταδημοκοπῶ, έω (Α) υπερισχύω με δημοκοπία … Dictionary of Greek
πολιτοκοπία — ἡ, Α [πολιτοκόπος] δημοκοπία … Dictionary of Greek